http://www.ellinofreneia.net/
Αθήνα-Μαριναλέντα:
Απο την «επανάσταση του ανόητου» στην «επανάσταση του αυτονόητου».
Πέρασε 1,5 χρόνος, από τότε που κάποια μέλη της ομάδας της ελληνοφρένειας, βρεθήκαμε σ αυτή τη μικρή κοινότητα της Ανδαλουσίας, στην Μαριναλέντα.
Όλα ξεκίνησαν όταν ξαφνικά, μεταξύ ύπνου και viewing (για τις ανάγκες της τηλεοπτικής ελληνοφρένειας) ένας συνάδελφος άρχισε με μεγάλο ενθουσιασμό και σηκώνοντας ψηλά την αριστερή του γροθιά να φωνάζει: “Ζήτω ο Γκορντίγιο”, “Η επανάσταση δεν είναι ουτοπία, όλοι στην Ανδαλουσία”, “Viva la muerte” και άλλα τέτοια ασυνάρτητα.
Πλησιάσαμε κοντά, καθησυχάζοντας τον -ήταν πάγια η τακτική του συναδέλφου να φωνάζει δυνατά άσχετες φράσεις ή ακόμα και λέξεις μεμονωμένες όταν έκρινε πως ήταν “μπροστά” σε κάτι σημαντικό- και ήρθαμε αντιμέτωποι μ΄ένα ρεπορτάζ που θα έφερνε τα πάνω-κάτω στις καλοκαιρινές μας διακοπές.
«Στη Μαριναλέντα δεν υπάρχουν άνεργοι, πλούσιοι και φτωχοί , όλοι πληρώνονται το ίδιο και όλοι αποφασίζουν για όλα. Δεν υπάρχει εκκλησία, ούτε αστυνομία. Το ενοίκιο μιας κατοικίας δεν ξεπερνά τα 15 ευρώ» έλεγε το ρεπορτάζ και δυο μήνες αργότερα βρεθήκαμε εκεί προκειμένου να δούμε από κοντά πως είναι η ζωή «χωρίς» τον καπιταλισμό. Να δούμε, εν πάση περιπτώσει, αν όντως υπάρχει ζωή «χωρίς» τον καπιταλισμό.
Φτάνοντας λοιπόν στο χωριό, κάναμε την απαραίτητη στάση για καφέ-χυμό- σάντουιτς-γλυκό και πάλι καφέ. Σάντουιτς; Όχι,δεν ήταν σάντουιτς. Ήταν πίτσα. Ένα έργο τέχνης το οποίο κόστιζε 6 ευρώ. Το παράξενο όμως, δεν ήταν αυτό. Το παράξενο ήταν, οτι στον τιμοκατάλογο όλες οι πίτσες-απ την μαργαρίτα μέχρι την υπερπαραγωγή της σπέσιαλ, είχαν την ίδια τιμή, 6 ευρώ...
Βασικός μας στόχος, παρόλα αυτά, ήταν η γνωριμία με τον δημοφιλή δήμαρχο του χωριού,τον Γκορντίγιο.
Στο δρόμο προς το δημαρχείο μια εικόνα γέμισε με θλίψη τα πρόσωπα μας: δεκάδες νέοι λιάζονταν στο γκαζόν. Έκαναν όλοι μπάνιο στις πισίνες, βρομίζοντας τες και περνούσαν ανέμελα το χρόνο τους. Όλα αυτά, διαδραματίζονταν σε μια αρκετά μεγάλη εγκατάσταση-ολυμπιακών προδιαγραφών με τρεις πισίνες, της οποίας το κόστος για τους πολίτες δεν ξεπερνούσε τα 5 ευρώ μηνιαίως. “Στην Ελλάδα,τα χωριά είναι ενας τόπος όπου μπορεί να γαληνέψει η ψυχή σου-ευτυχώς, δεν έχει νέους, ούτε θόρυβο” και “στον καπιταλισμό,ευτυχώς, δεν χωράνε όλοι... ” είπαμε και συνεχίσαμε για το δημαρχείο.
Λίγα μέτρα πιο κάτω, ενώ δεν είχαμε ακόμα συνέλθει απ΄το σόκ του υπερθεάματος που αντικρίσαμε –για τα δεδομένα ενός χωριού 2.600 κατοίκων, περάσαμε από έναν πεζόδρομο γεμάτο παρτέρια, τον οποίο περιέβαλαν περίπου είκοσι μεζονέτες. Κοντοσταθήκαμε και ενώ προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε περι τίνος πρόκειται, θυμηθήκαμε τις οδηγίες που μας έδωσε ένας ντόπιος περαστικός για το πως θα φτάσουμε στο δημαρχείο:“θα περάσετε τις εργατικές κατοικίες που βρίσκονται σ έναν μεγάλο πεζόδρομο...”. Αργότερα θα μαθαίναμε πως γι΄αυτές τις κατοικίες, το ενοίκιο είναι μόλις 15ευρώ το μήνα...
“Εκτός απ τις πίτσες, οι κομμουνιστές δεν ξέρουν να κοστολογούν και τα σπίτια τους” καταλήξαμε.
Στην συνέχεια, στον δρόμο πάντα για την γνωριμία μας με τον δήμαρχο (ο Γκορντίγιο ήταν ο νεώτερος δήμαρχος στην Ισπανία, ενώ επανεκλέγεται τα τελευταία 32 χρόνια), πέσαμε πάνω στο πάρκο του χωριού και «χορτάσαμε» πράσινο. Η κοινωνία της Μαριναλέντα δεν σέβεται μόνο τον άνθρωπο –δίνοντας του δουλειά,στέγη και πολιτισμό. Σέβεται και το περιβάλλον. Βέβαια,σ αυτό το σημείο, πρέπει να σημειώσουμε πως σε ολόκληρο το χωριό, η παρουσία πάρκινγκ -υπόγειου και υπαίθριου, ήταν ανύπαρκτη κάτι που ενδυναμώνει την πεποίθηση μας πως οι κομμουνιστές δεν σέβονται, ούτε ξέρουν να «κοστολογούν» τα αυτοκίνητα τους.
Δίπλα απ το πάρκο, στην πρόσοψη ενός κτιρίου, ξεπρόβαλε η προσωπογραφία ενός άπλυτου άνδρα με μακριά μαλλιά και μούσια. “Είναι οι γυμναστικές εγκαταστάσεις του χωριού” θα μας έλεγε, σίγουρα, κάποιος περαστικός αν ρωτούσαμε, αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το καταλάβουμε από μόνοι μας: ένα γήπεδο 5x5 στον εξωτερικό χώρο των εγκαταστάσεων, μας διαβεβαίωσε πως εκεί είναι ο χώρος που αθλούνται οι κάτοικοι του χωριού. Τι σχέση, όμως,μπορεί να έχει η απλυσιά, τα μακριά μαλλιά και τα μούσια με τον αθλητισμό ούτε τότε, ούτε τώρα μπορούμε να εξηγήσουμε, γεγονός που μας δημιουργεί την πεποίθεση πως κομμουνισμός και αθλητισμός δεν συναντιούνται ποτέ και πουθενά.
Ενώ η ώρα περνούσε και η επανάσταση –όποιος την έχει ζήσει καταλαβαίνει, μας είχε εξουθενώσει, βρεθήκαμε και στο συνδικάτο του χωριού, το οποίο όμως το βρήκαμε κλειστό. Εκεί οι πολίτες αποφασίζουν αμεσοδημοκρατικά μέσω των λαικών συνελεύσεων. Δεν υπάρχουν ιεραρχίες ούτε πρωτοπορίες, αλλά οργάνωση «απο τα κάτω». Επίσης, εκεί λαμβάνονται όλες οι αποφάσεις για τον αγροτικό συνεταιρισμό Εl Humoso απ τον οποίο ζει, σήμερα, σχεδόν όλο το χωριό. Ο συνεταιρισμός δημιουργήθηκε το 1986 όταν οι κάτοικοι κατάφεραν να πάρουν από ένα γαιοκτήμονα 12.000 στρέμματα γης -έπειτα απο 12 χρόνια αγώνων και καταλήψεων.
Μετά από αρκετό περπάτημα, φτάσαμε επιτέλους στον βασικό μας προορισμό, το δημαρχείο του χωριού. Δεν χάσαμε χρόνο και μπήκαμε μέσα, ελπίζοντας να βρούμε εκεί τον κομμουνιστή δήμαρχο. Όλος τυχαίως, τον συναντήσαμε στην είσοδο και η εικόνα γέμισε ξανά με θλίψη τα πρόσωπα μας: φορούσε σορτσάκι, σανδάλια-στα όρια του ανδρισμού, και αθλητικό t-shirt. “Στην Ελλάδα οι δήμαρχοι - οι πολιτικοί γενικότερα,έχουνε μια αισθητική και μια φινέτσα. Το σημαντικότερο, είναι γνήσια αρσενικά” σκεφτήκαμε και ξεκινήσαμε τη κουβέντα. Αφού του εξηγήσαμε πως είμαστε από την Ελλάδα και πως πάνω-κάτω είμαστε σύντροφοι -σε σοσιαλιστικές κοινωνίες ζούμε αμφότεροι, του ζητήσαμε να μας πει δυο λόγια για τη ζωή στη Μαριναλέντα.
Δεν μας είπε κάτι καινούργιο, απλώς ακούσαμε, είδαμε και νιώσαμε αυτά που ήδη γνωρίζαμε: Μια κοινωνία στην οποία όλοι αποφασίζουν για όλα. Μια κοινωνία όπου το δικαίωμα στην στέγαση, στην εργασία, στον πολιτισμό,στην εκπαίδευση και στην υγεία δεν είναι ανόητα. Είναι αυτονόητα.
Ακούστε ΕΔΩ το πρώτο μέρος της συνέντευξης.
Ακούστε ΕΔΩ το δεύτερο μέρος της συνέντευξης.
Ακούστε ΕΔΩ το τρίτο μέρος της συνέντευξης.
Ακούστε ΕΔΩ το τέταρτο μέρος της συνέντευξης.
Αθήνα-Μαριναλέντα:
Απο την «επανάσταση του ανόητου» στην «επανάσταση του αυτονόητου».
Πέρασε 1,5 χρόνος, από τότε που κάποια μέλη της ομάδας της ελληνοφρένειας, βρεθήκαμε σ αυτή τη μικρή κοινότητα της Ανδαλουσίας, στην Μαριναλέντα.
Όλα ξεκίνησαν όταν ξαφνικά, μεταξύ ύπνου και viewing (για τις ανάγκες της τηλεοπτικής ελληνοφρένειας) ένας συνάδελφος άρχισε με μεγάλο ενθουσιασμό και σηκώνοντας ψηλά την αριστερή του γροθιά να φωνάζει: “Ζήτω ο Γκορντίγιο”, “Η επανάσταση δεν είναι ουτοπία, όλοι στην Ανδαλουσία”, “Viva la muerte” και άλλα τέτοια ασυνάρτητα.
Πλησιάσαμε κοντά, καθησυχάζοντας τον -ήταν πάγια η τακτική του συναδέλφου να φωνάζει δυνατά άσχετες φράσεις ή ακόμα και λέξεις μεμονωμένες όταν έκρινε πως ήταν “μπροστά” σε κάτι σημαντικό- και ήρθαμε αντιμέτωποι μ΄ένα ρεπορτάζ που θα έφερνε τα πάνω-κάτω στις καλοκαιρινές μας διακοπές.
«Στη Μαριναλέντα δεν υπάρχουν άνεργοι, πλούσιοι και φτωχοί , όλοι πληρώνονται το ίδιο και όλοι αποφασίζουν για όλα. Δεν υπάρχει εκκλησία, ούτε αστυνομία. Το ενοίκιο μιας κατοικίας δεν ξεπερνά τα 15 ευρώ» έλεγε το ρεπορτάζ και δυο μήνες αργότερα βρεθήκαμε εκεί προκειμένου να δούμε από κοντά πως είναι η ζωή «χωρίς» τον καπιταλισμό. Να δούμε, εν πάση περιπτώσει, αν όντως υπάρχει ζωή «χωρίς» τον καπιταλισμό.
Φτάνοντας λοιπόν στο χωριό, κάναμε την απαραίτητη στάση για καφέ-χυμό- σάντουιτς-γλυκό και πάλι καφέ. Σάντουιτς; Όχι,δεν ήταν σάντουιτς. Ήταν πίτσα. Ένα έργο τέχνης το οποίο κόστιζε 6 ευρώ. Το παράξενο όμως, δεν ήταν αυτό. Το παράξενο ήταν, οτι στον τιμοκατάλογο όλες οι πίτσες-απ την μαργαρίτα μέχρι την υπερπαραγωγή της σπέσιαλ, είχαν την ίδια τιμή, 6 ευρώ...
Βασικός μας στόχος, παρόλα αυτά, ήταν η γνωριμία με τον δημοφιλή δήμαρχο του χωριού,τον Γκορντίγιο.
Στο δρόμο προς το δημαρχείο μια εικόνα γέμισε με θλίψη τα πρόσωπα μας: δεκάδες νέοι λιάζονταν στο γκαζόν. Έκαναν όλοι μπάνιο στις πισίνες, βρομίζοντας τες και περνούσαν ανέμελα το χρόνο τους. Όλα αυτά, διαδραματίζονταν σε μια αρκετά μεγάλη εγκατάσταση-ολυμπιακών προδιαγραφών με τρεις πισίνες, της οποίας το κόστος για τους πολίτες δεν ξεπερνούσε τα 5 ευρώ μηνιαίως. “Στην Ελλάδα,τα χωριά είναι ενας τόπος όπου μπορεί να γαληνέψει η ψυχή σου-ευτυχώς, δεν έχει νέους, ούτε θόρυβο” και “στον καπιταλισμό,ευτυχώς, δεν χωράνε όλοι... ” είπαμε και συνεχίσαμε για το δημαρχείο.
Λίγα μέτρα πιο κάτω, ενώ δεν είχαμε ακόμα συνέλθει απ΄το σόκ του υπερθεάματος που αντικρίσαμε –για τα δεδομένα ενός χωριού 2.600 κατοίκων, περάσαμε από έναν πεζόδρομο γεμάτο παρτέρια, τον οποίο περιέβαλαν περίπου είκοσι μεζονέτες. Κοντοσταθήκαμε και ενώ προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε περι τίνος πρόκειται, θυμηθήκαμε τις οδηγίες που μας έδωσε ένας ντόπιος περαστικός για το πως θα φτάσουμε στο δημαρχείο:“θα περάσετε τις εργατικές κατοικίες που βρίσκονται σ έναν μεγάλο πεζόδρομο...”. Αργότερα θα μαθαίναμε πως γι΄αυτές τις κατοικίες, το ενοίκιο είναι μόλις 15ευρώ το μήνα...
“Εκτός απ τις πίτσες, οι κομμουνιστές δεν ξέρουν να κοστολογούν και τα σπίτια τους” καταλήξαμε.
Στην συνέχεια, στον δρόμο πάντα για την γνωριμία μας με τον δήμαρχο (ο Γκορντίγιο ήταν ο νεώτερος δήμαρχος στην Ισπανία, ενώ επανεκλέγεται τα τελευταία 32 χρόνια), πέσαμε πάνω στο πάρκο του χωριού και «χορτάσαμε» πράσινο. Η κοινωνία της Μαριναλέντα δεν σέβεται μόνο τον άνθρωπο –δίνοντας του δουλειά,στέγη και πολιτισμό. Σέβεται και το περιβάλλον. Βέβαια,σ αυτό το σημείο, πρέπει να σημειώσουμε πως σε ολόκληρο το χωριό, η παρουσία πάρκινγκ -υπόγειου και υπαίθριου, ήταν ανύπαρκτη κάτι που ενδυναμώνει την πεποίθηση μας πως οι κομμουνιστές δεν σέβονται, ούτε ξέρουν να «κοστολογούν» τα αυτοκίνητα τους.
Δίπλα απ το πάρκο, στην πρόσοψη ενός κτιρίου, ξεπρόβαλε η προσωπογραφία ενός άπλυτου άνδρα με μακριά μαλλιά και μούσια. “Είναι οι γυμναστικές εγκαταστάσεις του χωριού” θα μας έλεγε, σίγουρα, κάποιος περαστικός αν ρωτούσαμε, αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το καταλάβουμε από μόνοι μας: ένα γήπεδο 5x5 στον εξωτερικό χώρο των εγκαταστάσεων, μας διαβεβαίωσε πως εκεί είναι ο χώρος που αθλούνται οι κάτοικοι του χωριού. Τι σχέση, όμως,μπορεί να έχει η απλυσιά, τα μακριά μαλλιά και τα μούσια με τον αθλητισμό ούτε τότε, ούτε τώρα μπορούμε να εξηγήσουμε, γεγονός που μας δημιουργεί την πεποίθεση πως κομμουνισμός και αθλητισμός δεν συναντιούνται ποτέ και πουθενά.
Ενώ η ώρα περνούσε και η επανάσταση –όποιος την έχει ζήσει καταλαβαίνει, μας είχε εξουθενώσει, βρεθήκαμε και στο συνδικάτο του χωριού, το οποίο όμως το βρήκαμε κλειστό. Εκεί οι πολίτες αποφασίζουν αμεσοδημοκρατικά μέσω των λαικών συνελεύσεων. Δεν υπάρχουν ιεραρχίες ούτε πρωτοπορίες, αλλά οργάνωση «απο τα κάτω». Επίσης, εκεί λαμβάνονται όλες οι αποφάσεις για τον αγροτικό συνεταιρισμό Εl Humoso απ τον οποίο ζει, σήμερα, σχεδόν όλο το χωριό. Ο συνεταιρισμός δημιουργήθηκε το 1986 όταν οι κάτοικοι κατάφεραν να πάρουν από ένα γαιοκτήμονα 12.000 στρέμματα γης -έπειτα απο 12 χρόνια αγώνων και καταλήψεων.
Μετά από αρκετό περπάτημα, φτάσαμε επιτέλους στον βασικό μας προορισμό, το δημαρχείο του χωριού. Δεν χάσαμε χρόνο και μπήκαμε μέσα, ελπίζοντας να βρούμε εκεί τον κομμουνιστή δήμαρχο. Όλος τυχαίως, τον συναντήσαμε στην είσοδο και η εικόνα γέμισε ξανά με θλίψη τα πρόσωπα μας: φορούσε σορτσάκι, σανδάλια-στα όρια του ανδρισμού, και αθλητικό t-shirt. “Στην Ελλάδα οι δήμαρχοι - οι πολιτικοί γενικότερα,έχουνε μια αισθητική και μια φινέτσα. Το σημαντικότερο, είναι γνήσια αρσενικά” σκεφτήκαμε και ξεκινήσαμε τη κουβέντα. Αφού του εξηγήσαμε πως είμαστε από την Ελλάδα και πως πάνω-κάτω είμαστε σύντροφοι -σε σοσιαλιστικές κοινωνίες ζούμε αμφότεροι, του ζητήσαμε να μας πει δυο λόγια για τη ζωή στη Μαριναλέντα.
Δεν μας είπε κάτι καινούργιο, απλώς ακούσαμε, είδαμε και νιώσαμε αυτά που ήδη γνωρίζαμε: Μια κοινωνία στην οποία όλοι αποφασίζουν για όλα. Μια κοινωνία όπου το δικαίωμα στην στέγαση, στην εργασία, στον πολιτισμό,στην εκπαίδευση και στην υγεία δεν είναι ανόητα. Είναι αυτονόητα.
Ακούστε ΕΔΩ το πρώτο μέρος της συνέντευξης.
Ακούστε ΕΔΩ το δεύτερο μέρος της συνέντευξης.
Ακούστε ΕΔΩ το τρίτο μέρος της συνέντευξης.
Ακούστε ΕΔΩ το τέταρτο μέρος της συνέντευξης.