10 Φεβ 2011

ΜΕΡΟΣ 1....ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ - ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΚΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ‘’ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ’’ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ (ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΥΠΟΕΡΓΟΥ ΣΚΟΥΡΙΩΝ)



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΦΟΡΕΑ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ

1.1. Ονομασία, είδος και μέγεθος της δραστηριότητας
Η παρούσα Μελέτη αφορά στην εκπόνηση της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων των Μεταλλευτικών-Μεταλλουργικών Εγκαταστάσεων της εταιρείας «Ελληνικός Χρυσός» στη Χαλκιδική. Η ονομασία του έργου είναι «Εκμετάλλευση Κοιτασμάτων Μεταλλείων Κασσάνδρας» και βρίσκεται στη βορειοανατολική Χαλκιδική.
Το προτεινόμενο έργο αφορά στο σύνολο των Μεταλλείων Κασσάνδρας, τα οποία εκτείνονται εντός συνολικής μεταλλευτικής παραχώρησης 264.000 στρεμμάτων, κάτοχος της οποίας είναι ο φορέας του έργου με βάση σχετική σύμβαση που έχει υπογραφεί με το Ελληνικό ∆ημόσιο (αρ. σύμβασης: 22138 12-12-2003) και κυρώθηκε με τον Νόμο 3220/18.01.2004 (ΦΕΚ 15Α/2004). Η εταιρεία Ελληνικός Χρυσός Α.Ε. έχει υποβάλει στο Ελληνικό ∆ημόσιο ένα εκτεταμένο επενδυτικό σχέδιο ανάπτυξης για τα Μεταλλεία Κασσάνδρας στην Ανατολική Χαλκιδική εντός της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας για το οποίο έχει λάβει θετική γνώμη για την υλοποίησή του 



(ΥΠΑΝ / Γεν.∆νση Φυσικού Πλούτου / ∆νση μεταλλευτικών και βιομηχανικών ορυκτών / Τμήμα Β ́, α.π. 8- Α / Φ7.49.13 / οικ.6837 / 1477 / 27-3-2006).
Το προτεινόμενο έργο περιλαμβάνει τα εξής βασικά υποέργα:
• Μεταλλευτικές Εγκαταστάσεις Στρατωνίου (ΜΕΣ) και λειτουργία υφιστάμενου εργοστασίου εμπλουτισμού.
• Μεταλλευτικές Εγκαταστάσεις Σκουριών (ΜΕΣκ), νέο εργοστάσιο εμπλουτισμού και εγκαταστάσεις απόθεσης αποβλήτων εμπλουτισμού.
• Μεταλλευτικές Εγκαταστάσεις Ολυμπιάδας (ΜΕΟ) και ανακαίνιση του υφιστάμενου εργοστασίου εμπλουτισμου.
• Νέες Εγκαταστάσεις Επεξεργασίας Μεταλλεύματος στην περιοχή του Μαντέμ Λάκκου, που περιλαμβάνουν εργοστάσιο εμπλουτισμού, μεταλλουργία και μονάδα παραγωγής θειικού οξέος καθώς και εγκατάστασης απόθεσης εξορυκτικών αποβλήτων στην ίδια περιοχή.
• Λιμενικές εγκαταστάσεις στο Στρατώνι.

1.2. Κύριος της δραστηριότητας
Κύριος του Έργου είναι η Εταιρεία «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ, ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΧΡΥΣΟΥ», η οποία έχει έδρα στην Κηφισιά, οδός Ερμού αρ. 25 και εκπροσωπείται νόμιμα σε αυτήν την περίπτωση από τον κ. ∆ημήτριο Κούτρα, ∆ιευθύνοντα Σύμβουλο.

1.3. Αρμόδιος για το περιεχόμενο της μελέτης
Αρμόδιος σχετικά με το περιεχόμενο της μελέτης είναι ο κ. Πέτρος Στρατουδάκης, Γενικός ∆ιευθυντής της «Ελληνικός Χρυσός Α.ΕΤηλ.: 210 8184550, Fax: 210 8184551.

1.6. Στοιχεία αναδόχου της ΜΠΕ
Ανάδοχος της μελέτης είναι η εταιρεία  ́ ́ΕΝVECO A.E., Προστασία, ∆ιαχείριση και Οικονομία Περιβάλλοντος ́ ́, κάτοχος Μελετητικού Πτυχίου Κατηγορίας 27, με αριθμό ΓΕΜ 714, τάξης Γ’, στην οποία ανατέθηκε βάσει σχετικής σύμβασης με το Φορέα του Έργου. Η μελέτη ακολουθεί τα προβλεπόμενα από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο περί περιβαλλοντικής αδειοδότησης και υπεύθυνος της μελέτης είναι ο κ. Σπύρος Παπαγρηγορίου, Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ, Μηχανικός Περιβάλλοντος, Dipl, MSc, MLitt., ∆ιευθύνων Σύμβουλος της ΕΝVECO A.E.

1.7. Ομάδα μελέτης
Η Ομάδα της ENVECO A.E. που εργάσθηκε για την εκπόνηση της παρούσας Έκθεσης συγκροτήθηκε από τους παρακάτω επιστήμονες:

Παπαγρηγορίου Σπύρος Πολιτικός Μηχανικός, Μηχανικός Περιβάλλοντος, Υπεύθυνος Μελέτης
Παπαδάκη Άννα Αρχιτέκτων ΕΜΠ, Πολεοδόμος DEA, Doctorat
Κατσέλης Ιωάννης Μηχανικός Ορυκτών Πόρων, Μηχανικός Περιβάλλοντος, MSc,MBA
Κοτζαγεώργης Γιώργος Βιολόγος Παν. Αθηνών, οικολόγος Ph.D.
Μπεκιάρης Ιωάννης Περιβαλλοντολόγος Παν. Αιγαίου, ∆ιαχείριση Υδατικών Πόρων M.Sc.
Τέντες Γεώργιος Μεταλλειολόγος Μηχανικός, M.Sc. Επιστήμη και Τεχνολογία Υδατικών Πόρων
Μανιτάρα Κυριακή Χημικός Μηχανικός Ε.Μ.Π.
Μελετίου Αντρέας Περιβαλλοντολόγος Παν. Αιγαίου
Μπρούστη Παναγιώτα Περιβ/λόγος Παν. Αιγαίου,M.Sc. Ποιότητα Υδάτων και Περιβ/ική Τεχνολογία
Μπακούρας Ξενοφών Μηχανικός Περιβάλλοντος, M.Sc. Περιβαλλοντική Τεχνολογία
Καββαδία Αλεξάνδρα Βιολόγος Παν. Βουκουρεστίου, Μ.Τ.Ε. Περιβαλλοντικη Βιολογία Παν. Κρήτης
Σφήκας Γεώργιος Ερευνητής της χλωρίδας
Αδαμόπουλος Θέμης ∆ασολόγος
Αποστολίδης Ηλίας ∆ασολόγος
Hallmann Ben Ορνιθολόγος - Ζωολόγος
Ivovic Milica Βιολόγος, M.Sc. University of Connecticut, M.Sc. University of Belgrade
Βογιατζής Κων/νος Πολιτικός Μηχ/κος ΕΜΠ, Τοπογράφος Μηχανικός ΕΜΠ Συγκ/λόγος - Περιβαλλοντολόγος - Ακουστικός Επικ. Καθηγητής Πολυτεχνικής Σχολής Π.Θ.
Κασσωμένος Παύλος Αναπλ. Καθ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων - Τμήμα Φυσικής Ειδικός σε θέματα ρευστοδυναμικών μοντέλων διάχυσης αέριων ρύπων
Χαραλαμποπούλου Μαρία Χημικός MScΨηφιακή Επεξεργασία Σχεδίων
Τόρης Νικόλαος Τοπογράφος Μηχανικός, Ε.Μ.Π.





ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΡΓΟΥ

2.2. Συνοπτική περιγραφή της δραστηριότητας

2.2.3. Μεταλλευτικές εγκαταστάσεις Σκουριών
Το κοίτασμα των Σκουριών είναι πλήρως ερευνημένο και αποτελείται από έναν κατακόρυφο κυλινδρικό πορφυριτικό κορμό που περιβάλλεται από σχιστόλιθο, ο οποίος όμως λόγω εμποτισμού αποτελεί κοίτασμα με συνεχώς απομειούμενη ακτινικά περιεκτικότητα σε χρήσιμα μέταλλα. Για τον σχεδιασμό της εκμετάλλευσής του πρέπει:
• Να γίνει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόληψη του κοιτάσματος
• Να μην υποθηκευτεί η επέκταση της εκμετάλλευσης στις χαμηλότερες περιεκτικότητες όταν τα οικονομοτεχνικά δεδομένα επιτρέψουν κάτι τέτοιο
• Να περιοριστούν κατά το δυνατόν οι χώροι επέμβασης, είτε με τη μορφή εκσκαφών είτε με τη μορφή αποθέσεων, και τέλος
• ∆εδομένου του μεγάλου όγκου του κοιτάσματος, να αφήνεται δυνατότητα εξελιγμένων τεχνολογιών στο μέλλον ακόμη και στην προσδιορισμένη εφαρμογή του προτεινόμενου έργου.
Η υπόγεια εκμετάλλευση του κοιτάσματος με την μέθοδο της λιθογόμωσης είναι φανερό ότι δεν υποθηκεύει την επέκταση της εκμετάλλευσης στις χαμηλές περιεκτικότητες περιμετρικά με προυπόθεση την εφαρμογή υψηλού επιπέδου σχεδιασμού και εξελιγμένης τεχνολογίας. Το εξορυσσόμενο μετάλλευμα τροφοδοτεί το εργοστάσιο εμπλουτισμού το οποίο κατασκευάζεται σε άμεση επαφή με το μεταλλείο. Στο εργοστάσιο γίνεται εμπλουτισμός του μεταλλεύματος προς παραγωγή δύο προιόντων, κράματος χρυσού doré με βαρυτομετρικό διαχωρισμό και υψηλής ποιότητας συμπύκνωμα χαλκού / χρυσού με επίπλευση. Η ονομαστική δυναμικότητα του εργοστασίου κατεργασίας έχει σχεδιαστεί για 24.000 t/d, προκειμένου να υπάρχει διαθέσιμη η απαιτούμενη πρόσθετη δυναμικότητα για τις περιόδους που το τροφοδοτούμενο μετάλλευμα θα είναι χαμηλότερης περιεκτικότητας σε χαλκό από την μέση σχεδιαζόμενη με σκοπό την παραγωγή σταθερής ποσότητας συμπυκνώματος χαλκού/ χρυσού καθόλη τη διάρκεια ζωής του έργου.
Το άγονο υλικό που παράγεται από το ενοποιημένο όρυγμα αξιοποιείται στο σύνολό του, αποφεύγοντας την κατάληψη πρόσθετης επιφάνειας είτε για δημιουργία δανειοθαλάμου αδρανών ή για δημιουργία χώρου απόθεσης αποβλήτων εξόρυξης. Συγκεκριμένα, ένα μεγάλο ποσοστό των αποβλήτων εξόρυξης χρησιμοποιείται για την κατασκευή δύο φραγμάτων, στα παρακείμενα ρέματα Καρατζά Λάκκος και Λοτσάνικο, οριοθετώντας αντίστοιχα δύο εγκαταστάσεις για την απόθεση των αποβλήτων που παράγονται από την κατεργασία του μεταλλεύματος στο εργοστάσιο εμπλουτισμού. Τα υπόλοιπα απόβλητα εξόρυξης αξιοποιούνται για την αποκατάσταση της τελικής επιφάνειας (αύξηση του πορώδους πριν την τοποθέτηση της φυτικής γης) τόσο των δύο εγκαταστάσεων απόθεσης των αποβλήτων όσο και του ενοποιημένου ορύγματος (μετά την επαναπλήρωσή του με το απόβλητο του εμπλουτισμού).
Με βάση τα σημερινά βεβαιωμένα μεταλλευτικά αποθέματα (146 Mt) και λαμβάνοντας υπόψη το σχεδιασμό που προτείνεται (μέγιστη δυνατή παραγωγή από το ενοποιημένο όρυγμα 8Μt και από υπόγεια εξόρυξη 4,5Μt), η διάρκεια ζωής του έργου υπολογίζεται σε τουλάχιστον 30 χρόνια. Συνολικά από την εκμετάλλευση του κοιτάσματος και κατεργασία του μεταλλεύματος θα παραχθούν 2,88 εκ. τόννοι συμπυκνώματος χαλκού χρυσού (με 26% Cu και 27g/t Au) και περίπου 1 εκ. ουγγιές χρυσού με τη μορφή κράματος dore.


2.3. Στόχος και σημασία πραγματοποίησης της επένδυσης

Η παρούσα μελέτη αφορά στο Επενδυτικό Σχέδιο της Ελληνικός Χρυσός Α.Ε.Μ.Β.Χ. για το σύνολο των Μεταλλείων Κασσάνδρας και συντάσσεται στα πλαίσια εφαρμογής της σύμβασης μεταξύ της Ελληνικός Χρυσός A.E. και του Ελληνικού ∆ημοσίου και ειδικότερα κατεφαρμογή του άρθρου 3 παράγραφος 3.2 της εν λόγω σύμβασης.
Το Έργο σε εθνική και διεθνή κλίμακα αποτελεί μια σημαντική δραστηριότητα, καθώς επαναπροσδιορίζει για την περιοχή εν όλω ή εν μέρει τα οικονομικά χαρακτηριστικά και το αναπτυξιακό πρότυπο μέσω πλήρους αξιοποίησης των καταγεγραμμένων κοιτασμάτων, και την παράλληλη έρευνα για την επέκταση των γνωστών κοιτασμάτων και τον προσδιορισμό νέων.
Συμπερασματικά, στόχος του προτεινόμενου επενδυτικού σχεδίου είναι η υλοποίηση ενός έργου το οποίο θα παρουσιάζει θετικό ισοζύγιο μεταξύ του προσδοκώμενου οφέλους και της πιθανής βλάβης στο φυσικό περιβάλλον και το οποίο θα είναι σύμφωνο με τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης.





ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

3.3. Φυσικό περιβάλλον

3.3.1. Οικολογικά χαρακτηριστικά Κύρια οικοσυστήματα
Ως ευρύτερη περιοχή της παρούσας μελέτης θεωρείται η περιοχή της επαρχίας Αρναίας του Νομού Χαλκιδικής, που οριοθετούν με τα σύνορά τους οι ∆ήμοι Αρναίας, Παναγίας και Σταγείρων Ακάνθου (βλ. Χάρτη Προσανατολισμού του Παραρτήματος II της παρούσας μελέτης). Το φυσικό περιβάλλον του Νομού Χαλκιδικής παρουσιάζει αξιόλογη ποικιλομορφία γεγονός που οφείλεται κατά μεγάλο ποσοστό στη σύνθετη γεωμορφολογία του, ένα μωσαικό δηλαδή πεδινών τμημάτων, ορεινών όγκων, έντονων χαραδρώσεων ποταμών και παράκτιων διαμορφώσεων. Η σύνθεση αυτή επέτρεψε - σε συνδυασμό με την έλλειψη βόσκησης στα ενδιαιτήματα της περιοχής - την ανάπτυξη ανάλογης ποικιλομορφίας στις μονάδες βλάστησης. Έτσι, στην ευρύτερη περιοχή της μελέτης απαντώνται από θερμόφιλοι θαμνώνες αείφυλλων - πλατύφυλλων και τεχνητές αναδασώσεις, μέχρι και ανεπτυγμένα, πυκνά και υψηλά δάση οξιάς, καστανιάς και δρυός. Επιπλέον, στην πληθώρα των ρεμάτων που βρίσκονται στην ευρύτερη (και άμεση) περιοχή της μελέτης έχουν αναπτυχθεί μονάδες παραποτάμιας αζωνικής βλάστησης. Επομένως, τα επιμέρους οικοσυστήματα στην ευρύτερη περιοχή μελέτης, που συντίθενται βάση των υφιστάμενων φυτοκοινωνικών διαπλάσεων, των οικολογικών θώκων των ειδών πανίδας, του υδρογραφικού δικτύου υδρολογικού καθεστώτος και των ανθρωπογενών τροποποιήσεων και αλλαγών του περιβάλλοντος, είναι τα εξής:

- Χερσαία - φυσικά δασικά και θαμνώδη οικοσυστήματα,
- Τεχνητά οικοσυστήματα καλλιεργούμενων εκτάσεων (αγροοικοσυστήματα),
- Φυσικά ποτάμια και παραποτάμια οικοσυστήματα,
- Θαλάσσια οικοσυστήματα και οικοσυστήματα εκβολών.

Δασικά και θαμνώδη οικοσυστήματα
Τα δασικά και τα θαμνώδη οικοσυστήματα καλύπτουν το συντριπτικό ποσοστό της επιφάνειας του Στρατωνικού Όρους, από τα μεγάλα υψόμετρα των ορεινών όγκων, έως και τα χαμηλά υψόμετρα των παράκτιων περιοχών. Η ιδιαιτερότητες που παρουσιάζουν τα δασικά συστήματα της περιοχής, αφορούν στην άρτια ανάπτυξη και στον υψηλό βαθμό φυτοκάλυψης των δενδρωδών φυτικών ειδών, αλλά και στην ικανότητα αναγέννησης τους έπειτα από οποιαδήποτε ανθρωπογενή πίεση. Τα δενδρώδη (αλλά και τα θαμνώδη) δασικά οικοσυστήματα δημιουργούν συχνά μια ενιαία αδιαπέρατη και δύσβατη δομή, φαινόμενο εντονότερο στα δάση φυλλοβόλων, ενώ οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες που οδηγούν στην ταχεία υποβάθμιση τους - ιδιαίτερα η ελεύθερη βόσκηση - δεν είναι έντονες, με συνέπεια τη διατήρηση μιας υψηλής οικολογικής κλίμακας στα ενδιαιτήματα αυτά. Το αποτέλεσμα του συνδυασμού της υψηλής φυτοκάλυψης και της απουσίας σοβαρών διαδοχικών ανθρωπογενών πιέσεων στα οικοσυστήματα του Στρατωνικού Όρους, είναι η πληρότητα του εδαφικού υλικού ακόμη και σε κλίσεις άνω του 30%, δεδομένου πως αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες διάβρωσης του εδάφους.
Από την άλλη πλευρά, η μεγάλη έκταση, η ενιαία δομή, η πυκνότητα και η ποικιλία των ειδών χλωρίδας των δασικών οικοσυστημάτων της ευρύτερης περιοχής, συνδυασμένα με την έλλειψη υπερβόσκησης, την απαγόρευση θήρευσης (σε αρκετές περιοχές) και της γενικότερης απουσίας ανθρωπογενών παρεμβάσεων, τα καθιστούν εξαιρετικά ενδιαιτήματα για τη διαβίωση και αναπαραγωγή πολλών δασικών ειδών άγριας πανίδας.
Βάση του δασικού χάρτη του Νομού Χαλκιδικής (βλ. Σχήμα 3.3.1-1), η ευρύτερη περιοχή της μελέτης καλύπτεται από γεωργικές καλλιέργειες, οικισμούς, δάση χαλεπίου πεύκης, δάση αείφυλλων σκληρόφυλλων (μακκία βλάστηση), δάση πλατάνου, δάση δρυός, δάση οξιάς, δάση καστανιάς, δάση μαύρης πεύκης και μικτά δάση. Από το χάρτη εξάγονται ορισμένα γενικά συμπεράσματα που αφορούν στους δασικούς τύπους της ευρύτερης περιοχής μελέτης σε σχέση με το Νομό Χαλκιδικής:

• Στην περιοχή του Στρατωνικού Όρους και στα όμορα ενδιαιτήματα αυτής, συγκεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά τα δάση οξιάς του Νομού. Μια ακόμη έκταση με οξιές βρίσκεται γύρω από την Αρναία.
• Τα δάση καστανιάς (καστανωτά) της Χαλκιδικής είναι συγκεντρωμένα κατά πολύ μεγάλο ποσοστό στην ευρύτερη περιοχή της μελέτης, ενώ μια μικρή έκταση με καστανιές βρίσκεται γύρω από την Αρναία. Οι υπόλοιπες κατηγορίες βλάστησης όπως η χαλέπιος πεύκη, η μαύρη πεύκη, οι αείφυλλοι θαμνώνες και τα δρυοδάση έχουν ευρεία εξάπλωση.
• Στην περιοχή των έργων στο Στρατώνι, βρίσκονται εκτεταμένες αναδασώσεις πεύκων που έλαβαν χώρα πριν από 50 χρόνια περίπου (κυρίως η ξενική παραθαλάσσια πεύκη, αλλά και τραχεία και μαύρη πεύκη σε μικρότερο βαθμό), ενώ απαντώνται κυρίως δάση αείφυλλων πλατύφυλλων, πεύκης, μαύρης πεύκης και καστανιάς.
• Στην περιοχή των έργων στις Σκουριές, τα κύρια δασικά οικοσυστήματα είναι τα δάση οξιάς, δρυός και μαύρης πεύκης και λιγότερο τα μικτά δάση οξιάς δρυός, καστανιάς - δρυός και οξιάς - καστανιάς.
• Στην περιοχή των έργων στην Ολυμπιάδα, οι κύριες κατηγορίες βλάστησης αφορούν κυρίως τα δάση δρυός, τα δάση πλατάνου και τις γεωργικές καλλιέργειες.

3.3.2. Κατηγορίες βλάστησης - Τύποι οικοτόπων - Χλωρίδα
Χλωρίδα περιοχής επέμβασης στις Σκουριές
Λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις της Οικολογικής Μελέτης Βάσης (Ο.Μ.Β.) του 1998 αλλά και τις παρατηρήσεις πεδίου που έγιναν στα πλαίσια της παρούσης μελέτης κατά την εαρινή περίοδο του 2010, προκύπτει πως το σύνολο των ειδών που καταγράφηκαν στην περιοχή των Σκουριών ανέρχεται στα 281 είδη, εκ των οποίων τα 28 χαρακτηρίζονται ως οικολογικώς σημαντικά. Όσον αφορά στα σημαντικά είδη χλωρίδας, ισχύουν τα παρακάτω:
13 είδη συμπεριλαμβάνονται στο Π∆. 67/81,
• Ένα είδος έχει συμπεριληφθεί στο Κόκκινο Βιβλίο των απειλούμενων φυτών της Ελλάδας και έχει χαρακτηριστεί ως σπάνιο (R),
12 είδη χαρακτηρίζονται ως σπάνια,
4 είδη παρουσιάζουν ενδημικό χαρακτήρα, εκ των οποίων 2 είδη είναι ενδημικά της βαλκανικής χερσονήσου, ένα είδος είναι ενδημικό της Ελλάδας και 1 είδος χαρακτηρίζεται ως τοπικό ενδημικό,
2 είδη συμπεριλαμβάνονται στο παράρτημα V της οδηγίας 92/43/ΕΚ.














3.3.3. Πανίδα
3.3.3-1. Ορνιθοπανίδα
Το σύνολο των ειδών ορνιθοπανίδας που αναμένεται να παρατηρηθεί στην ευρύτερη περιοχή της παρούσας μελέτης ανέρχεται σε 159 είδη, από τα οποία - στις εργασίες πεδίου της Οικολογικής Μελέτης Βάσης του 1998 και της παρούσας μελέτης - καταγράφηκαν τα 153 είδη. Είναι λογικό πως ο αριθμός των ειδών που αναμένεται να απαντώνται στην περιοχή είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των ειδών που παρατηρήθηκαν, αφού πολλά από τα είδη χρησιμοποιούν την περιοχή μελέτης για ορισμένο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια της μεταναστευτικής τους διέλευσης.
Όσον αφορά στις κατηγορίες του «Κόκκινου Βιβλίου των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009)»:
• τρία είδη αναφέρονται ως «Κρισίμως Κινδυνεύοντα (CR) - τάξα που αντιμετωπίζουν εξαιρετικά υψηλό κίνδυνο εξαφάνισης από το φυσικό τους χώρο στο άμεσο μέλλον» (Milvus migrans, Neophron percnopterus, Circus pygargus),
• πέντε είδη αναφέρονται ως «Κινδυνεύοντα (EN) - τάξα που αντιμετωπίζουν πολύ υψηλό κίνδυνο εξαφάνισης από το φυσικό τους χώρο στο άμεσο μέλλον» (Aquila pomarina, Ciconia nigra, Aquila pennata, Aquila chrysaetos, Falco biarmicus),
• οχτώ είδη αναφέρονται ως «Τρωτά (VU) – τάξα που αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο εξαφάνισης στο μεσοπρόθεσμο μέλλον» (Aythya nyroca, Falco naumanni, Coracias garrulous, Hieraaetus fasciatus, Ardeola ralloides, Buteo rufinus, Circus aeruginosus, Acrocephalus melanopogon).

3.3.3.2. Αμφίβια, ερπετά και θηλαστικά

Αμφίβια και ερπετά
Το πλήθος των ειδών των ερπετών και των αμφίβιων που αναμένεται να παρατηρηθούν στην περιοχή μελέτης, ανέρχεται σε 12 είδη αμφιβίων και 28 είδη ερπετών, από τα οποία καταγράφηκαν 8 είδη αμφιβίων και 19 είδη ερπετών.

Θηλαστικά
Το σύνολο των θηλαστικών που αναμένεται να παρατηρηθούν στην περιοχή μελέτης ανέρχεται σε 40 είδη. Όσον αφορά στο καθεστώς προστασίας των θηλαστικών που αναμένεται να παρατηρηθούν στην περιοχή μελέτης, 12 είδη ανήκουν στα ζωικά είδη κοινοτικού ενδιαφέροντος των οποίων η διατήρηση επιβάλλει τον καθορισμό ζωνών ειδικής διαχείρισης (παράρτημα II της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ), 24 είδη ανήκουν στα ζωικά είδη κοινοτικού ενδιαφέροντος που απαιτούν αυστηρή προστασία (παράρτημα IV της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ) και 24 είδη προστατεύονται στην Ελλάδα από το Π.. 67/1981. Σύμφωνα με το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (2009), το είδος Rhinolophus mehelyi (το οποίο δεν παρατηρήθηκε στις εργασίες πεδίου) του οποίου η παρουσία αναφέρεται στην ευρύτερη περιοχή (Β και ∆ Χαλκιδική), ανήκει στην κατηγορία «τρωτά (VU) - τάξα που αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο εξαφάνισης στο μεσοπρόθεσμο μέλλον». Τα είδη Canis lupus και Capreolus capreolus (παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών πεδίου του 1998 και του 2010) αναφέρονται ως «τρωτά (VU) - τάξα που αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο εξαφάνισης στο μεσοπρόθεσμο μέλλον». Τα είδη Canis aureus και Lutra lutra (παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών πεδίου του 1998 και του 2010) αναφέρονται ως «κινδυνεύοντα (EN) - τάξα που αντιμετωπίζουν πολύ υψηλό κίνδυνο εξαφάνισης από το φυσικό τους χώρο στο άμεσο μέλλον».
Τέλος, από το σύνολο των 40 ειδών των θηλαστικών που αναμένονται να παρατηρηθούν στην περιοχή, 10 είδη περιλαμβάνονται στο παρ. ΙΙ (αυστηρά προστατευόμενα είδη) και 20 είδη περιλαμβάνονται στο παρ. ΙΙΙ (προστατευόμενα είδη) της Σύμβασης της Βέρνης, ενώ 18 είδη περιλαμβάνονται στο παρ. ΙΙ (προστατευόμενα είδη) της Σύμβασης της Βόννης.

3.3.4. Οικολογικά ευαίσθητες - Προστατευόμενες περιοχές
Η μεγάλη ποικιλία των οικοσυστημάτων, των τύπων βλάστησης και των ειδών πανίδας που εντοπίζονται στο Νομό Χαλκιδικής, έχει ως συνέπεια την ένταξη ορισμένων εκτάσεων σε καταλόγους προστατευόμενων περιοχών. Το θεσμικό καθεστώς από το οποίο υπαγορεύονται οι αρχές προστασίας των βιοτόπων, καθώς και των ειδών χλωρίδας και πανίδας είναι η σύμβαση Ramsar, οι Συμβάσεις Βόννης και Βέρνης, η Οδηγία 79/409/ΕΟΚ, η οδηγία 92/43/ΕΟΚ, καθώς και ο Νόμος 1650/86. Επιπλέον, λόγω της ύπαρξης εκτεταμένων και πλούσιων δασικών συστημάτων στην ευρύτερη περιοχή της Χαλκιδικής, υπάρχουν Καταφύγια Άγριας Ζωής (Κ.Α.Ζ.) και προτεινόμενα προς θεσμοθέτηση Τοπία Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (Τ.Ι.Φ.Κ.), που προορίζονται για τη δημιουργία ασφαλών θυλάκων ως προς την προστασία της άγριας χλωρίδας και πανίδας της περιοχής. Στον Πίνακα 3.3.4-1 που ακολουθεί, παρουσιάζονται οι προστατευόμενες περιοχές του Νομού Χαλκιδικής.


3.4. Ανθρωπογενές Περιβάλλον

3.4.6. Υδατικό περιβάλλον
3.4.6.1. Ποτάμια υδατικά συστήματα
Υδρολογία περιοχής Σκουριών
Υδρολογικά, το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής Σκουριών ανήκει στην υδρολογική λεκάνη Ασπρόλακκα. Σημαντικός κλάδος του Ασπρόλακκα είναι ο Κοκκινόλακκας ο οποίος πηγάζει από την περιοχή Στρατονίκης - Στρατωνίου και εξετάζεται ξεχωριστά μαζί με την υπόλοιπη περιοχή Στρατωνίου. Τμήμα της περιοχής Σκουριών κοντά στον οικισμό Μεγάλη Παναγιά ανήκει στην γειτονική λεκάνη του ποταμού Χαβρία. Το γεγονός ότι μόνο ένα μικρό ανάντη τμήμα της λεκάνης αυτής βρίσκεται εντός της άμεσης περιοχής μελέτης του προτεινόμενου έργου οδήγησε στην οριοθέτηση και εξέταση της υδρολογικής λεκάνης του ρέματος Μεγάλης Παναγιάς, το οποίο και αποτελεί συμβάλλοντα κλάδο του Χαβρία.

3.4.6.2. Συστήματα υπογείων υδάτων
Πεδινή περιοχή Χαβρία - κάμπος Ορμύλιας (GR1010)
Στην περιοχή Ορμύλιας διακρίνεται ο φρεάτιος υδροφορέας στις αποθέσεις της κοίτης του ποταμού Χαβρία, ενώ στο υπόλοιπο τμήμα της ιζηματογενούς λεκάνης (πάχος ιζημάτων 150 m), εντοπίζεται επαλληλία υδροφορέων υπό πίεση. Οι υπό πίεση υδροφορείς αναπτύσσονται στα κροκαλοπαγή του νεογενούς και στο μεγαλύτερο τμήμα τους χαρακτηρίζονται από μέτρια έως καλή υδροφορία. Στα περιθώρια της ιζηματογενούς λεκάνης στη λοφώδη περιοχή η υδροφορία είναι σχετικά χαμηλή, με αποτέλεσμα γεωτρήσεις να αποδίδουν παροχές 5-10 m3/h. Κατά θέσεις, μέσα στον ελεύθερο υδροφόρο ορίζοντα φαίνεται να διαμορφώνονται μικροί επικρεμάμενοι ή υπό πίεση υδροφόροι ορίζοντες. Το υπόβαθρο του ελεύθερου υδροφόρου ορίζοντα είναι κυρίως ερυθροί άργιλοι.
Η τροφοδοσία του συστήματος εξασφαλίζεται άμεσα από τις βροχοπτώσεις και έμμεσα από τις διηθήσεις της επιφανειακής απορροής του Χαβρία και από τις πλευρικές μεταγγίσεις υπόγειων νερών. Η υδροφορία αυτή εκμεταλλεύεται μέσω πηγαδιών και γεωτρήσεων για την κάλυψη τοπικών υδατικών αναγκών.




Συμπεράσματα :
Είναι σαφές από τα παραπάνω ότι η περιοχή μελέτης περιλαμβάνει ένα περίπλοκο υδρογεωλογικό σύστημα το οποίο αποτελείται από επάλληλους υδροφορείς, οι οποίοι είναι είτε σε επικοινωνία, είτε απομονωμένοι μεταξύ τους, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις περιλαμβάνουν και επικρεμάμενες υδροφορίες τοπικού χαρακτήρα.