Άρθρο από το Foreign Policy in Focus, για να βλέπουμε τι συμβαίνει και στον υπόλοιπο κόσμο. Χρειαζόμαστε κι άλλα για να πειστούμε ότι αυτές οι εταιρείες είναι αδίστακτες;
Τον Σεπτέμβριο αυτού του χρόνου η τιμή του χρυσού έφτασε σε ύψη ρεκόρ, σπάζοντας τα 1.900 δολάρια ανά ουγγιά για πρώτη φορά στην ιστορία. Η πρωτοφανής αυτή άνοδος στις τιμές του χρυσού έρχεται εν μέσω της κρίσης χρέους των ΗΠΑ και τη σαρωτική οικονομική αναταραχή σε όλη την Ευρώπη. Παρόλο που οι τιμές έχουν υποχωρήσει κάπως από τότε και τον Οκτώβριο κυμαινόταν στα περίπου 1.650 δολάρια ανά ουγγιά , στο σύνολο η τιμή του χρυσού έχει παραπάνω από πενταπλασιαστεί κατά την τελευταία δεκαετία.
Η αυξανόμενη αβεβαιότητα του σημερινού οικονομικού κλίματος έχει αυξήσει τη γοητεία που ασκεί αυτό το πολύτιμο μέταλλο, το οποίο, σε αντίθεση με το δολάριο και το ευρώ, έχει μια τιμή που δεν συνδέεται με κρατικούς τίτλους χρέους ή χωλαίνουσες οικονομίες, καθιστώντας το μια ασφαλέστερη επένδυση. Γι ‘αυτό και οι τελευταίες αυξήσεις της τιμής του χρυσού θα ρίξουν λάδι στη φωτιά του σύγχρονου “πυρετού του χρυσού” που ήδη μαίνεται και ξεκίνησε με την πρώτη άνοδο της τιμής του στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Ο Πυρετός του Χρυσού και oι δυσαρεστημένοι του
Οι επιπτώσεις αυτών των υψηλών τιμών δεν έγιναν αισθητές μόνο στην Wall Street . Έχουν γίνει αισθητές από κυβερνήσεις και κοινότητες σε όλο τον κόσμο που βρίσκονται αντιμέτωπες με την εντεινόμενη επίθεση των πολυεθνικών εταιρειών εξόρυξης χρυσού. Καθ ‘όλη την τελευταία δεκαετία, εξορυκτικοί όμιλοι αποδύθηκαν σε έναν αγώνα δρόμου για να εκμεταλλευτούν τα κοιτάσματα χρυσού του κόσμου, όσο ταχύτερα και φτηνότερα γίνεται, προσπαθώντας να επωφεληθούν από την υψηλή τιμή του χρυσού εν’όσω μπορούν.Στη Λατινική Αμερική, μια περιοχή γεμάτη με ανεκμετάλλευτο ορυκτό πλούτο, ο αριθμός των πολυεθνικών εταιριών εξόρυξης έχει εκτιναχθεί στα ύψη από το 2000, αντανακλώντας την άνοδο της τιμής του χρυσού. Έχοντας τα κέρδη ως την απόλυτη προτεραιότητα, οι εταιρείες εξόρυξης συγκεντρώθηκαν στις πλούσιες σε ορυκτά αναπτυσσόμενες χώρες, αρπάζοντας ότι μπορούσαν και αφήνοντας πίσω τους άγονη γη, νερό κατεστραμμένο από κυάνιο, και διαρρηγμένες κοινότητες.
Η οργή των κοινοτήτων που επλήγησαν – που έχουν απογυμνωθεί από τα εδάφη τους, την υγεία τους, και τους φυσικούς τους πόρους – έχει οδηγήσει σε οργανωμένες διαμαρτυρίες και σε ένα διογκούμενο κίνημα κατά των μεταλλείων σε όλη την περιοχή. Από την επαρχία Πούνο του Περού, όπου το μεταλλείο Bear Creek έκλεισε τον Ιούνιο- στην Cabañas του Ελ Σαλβαδόρ, όπου οι ντόπιοι πάλεψαν με επιτυχία για να κλείσει το χρυσωρυχείο El Dorado – oι κοινότητες οργανώνονται και αντεπιτίθενται.
Ο νομικός πόλεμος
Ωστόσο, παρά την ευρεία αντίθεση από τις τοπικές κοινωνίες, το αυξανόμενο αντι-μεταλλευτικό συναίσθημα, και την καινοφανή αποφασιστικότητα ορισμένων κυβερνήσεων για την επιβολή αυστηρότερων περιβαλλοντικών και κοινωνικών προτύπων, οι εταιρείες εξόρυξης δεν υποχωρούν. Αντί γι’αυτό, χρησιμοποιούν τις Συμφωνίες Ελεύθερου Εμπορίου (free trade agreements) και τις Διμερείς Επενδυτικές Συμφωνίες (bilateral investment treaties) για να μηνύσουν τις κυβερνήσεις σε διεθνή δικαστήρια, εάν τους αρνηθούν πρόσβαση σε εθνικούς ορυκτούς πόρους. Για παράδειγμα, το 2009, η Pacific Rim Cayman, μια εταιρεία εξόρυξης που εδρεύει στον Καναδά, μήνυσε την κυβέρνηση του Ελ Σαλβαδόρ με βάση την Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Κεντρικής Αμερικής (Central American Free Trade Agreement- CAFTA) για 77 εκατομμύρια δολάρια, επειδή αρνήθηκε να της δώσει άδεια για εξόρυξη χρυσού στο μεταλλείο El Dorado.Αν και η υπόθεση της Pacific Rim εναντίον του Ελ Σαλβαδόρ είναι ακόμη σε εξέλιξη, άλλες εταιρείες έχουν κερδίσει εκατομμύρια δολάρια χρησιμοποιώντας παρόμοιες τακτικές. Το Μάρτιο του 2010, ο πετρελαϊκός γίγαντας Chevron κέρδισε πάνω από 700 εκατομμύρια δολάρια σε μια αγωγή κατά του Εκουαδόρ. Αυτή και η υπόθεση της Pacific Rim εναντίον του Ελ Σαλβαδόρ είναι δύο μόνο παραδείγματα της αυξανόμενης τάσης των υπερεθνικών εταιρειών να χρησιμοποιούν τις διεθνείς συμφωνίες για να υποτάξουν τις κυβερνήσεις, να παρακάμψουν τα τοπικά δικαστήρια, και να υπονομεύσουν τη δημοκρατική διαδικασία στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Οι αγωγές που ασκούνται από εταιρείες στο πλαίσιο Συμφωνιών Ελεύθερου Εμπορίου αντιπροσωπεύουν ένα τεράστιο οικονομικό κόστος για τις κυβερνήσεις, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Σε μια άλλη υπόθεση αγωγής κατά του Ελ Σαλβαδόρ, αυτή τη φορά από την Commerce Group, η κυβέρνηση του Ελ Σαλβαδόρ) κέρδισε – επειδή η εταιρεία είχε ήδη υποβάλει αγωγή στα δικαστήρια του Σαλβαδόρ και, επομένως, δεν είχε δικαίωμα προσφυγής σε διεθνές δικαστήριο – αλλά ακόμα κι έτσι αναγκάστηκε να πληρώσει 800.000 δολάρια σε νομικά έξοδα. Ως εκ τούτου, οι κυβερνήσεις πρέπει να πληρώσουν ανεξάρτητα από το αν το δικαστήριο αποφασίσει υπέρ τους ή όχι, δημιουργώντας μια κατάσταση όπου είναι πάντα χαμένες (lose-lose situation), ειδικά για τις αναπτυσσόμενες χώρες που έχουν ήδη περιορισμένους προϋπολογισμούς. Ως εκ τούτου, καθώς υπόκεινται σε διεθνείς επενδυτικούς κανόνες, οι κυβερνήσεις των πλούσιων σε ορυκτά χωρών πρέπει να σκεφτούν δύο φορές πριν εφαρμόσουν περιβαλλοντικά ή κοινωνικά υπεύθυνους νόμους από φόβο μήπως μηνυθούν από εταιρείες που θα νιώσουν ότι απειλούνται τα οικονομικά τους συμφέροντα. Έχοντας τη δύναμη να παρακάμψουν τα εθνικά δικαστήρια, οι εταιρείες αφήνουν τις χώρες στο έλεος των διεθνών δικαστηρίων, όπου οι πληγείσες κοινότητες δεν έχουνε λόγο.
Επενδυτικές συνθήκες όπως οι Συμφωνίες Ελεύθερου Εμπορίου και οι Διμερείς Επενδυτικές Συμφωνίες δίνουν στις πολυεθνικές εταιρείες τη δυνατότητα να αγνοήσουν τις εθνικές δημοκρατικές διαδικασίες. Παρά το γεγονός ότι αυτές οι παραβιάσεις της εθνικής κυριαρχίας συναντούν την αποφασιστική και οργανωμένη αντίσταση των τοπικών κοινωνιών, τα διεθνή δικαστήρια έχουν αποτύχει να προστατεύσουν τα ανθρώπινα και περιβαλλοντικά δικαιώματα των απειλούμενων κοινοτήτων και των απελπισμένων κυβερνήσεων. Δεδομένου ότι οι σημερινές αβέβαιες οικονομικές συνθήκες ωθούν ακόμα ψηλότερα την τιμή πολύτιμων εμπορευμάτων όπως ο χρυσός, το διακύβευμα δεν ήταν ποτέ υψηλότερο και αυτές οι μάχες για το δικαίωμα στους φυσικούς πόρους και την εθνική κυριαρχία θα συνεχίσουν να αυξάνονται.