19 Αυγ 2011

Η διάσωση κράτησε μόνο 12 μήνες

Απο:http://www.enet.gr/
Ενα χρόνο μετά την κατάρρευση του ορυχείου Σαν Χοσέ και τον εγκλεισμό τους 700 μέτρα κάτω από τη γη, οι 33 μεταλλωρύχοι της Χιλής έχουν προσγειωθεί άδοξα στην καθημερινότητα.
Η μέριμνα του κράτους σταμάτησε όταν η δραματική ιστορία των εγκλωβισμένων έφυγε από την πρώτη σελίδα. Η εταιρεία ιδιοκτήτρια του ορυχείου δήλωσε χρεοκοπία και άφησε τους μεταλλωρύχους χωρίς αποζημίωση. Η μέριμνα του κράτους σταμάτησε όταν η δραματική ιστορία των εγκλωβισμένων έφυγε από την πρώτη σελίδα. Η εταιρεία ιδιοκτήτρια του ορυχείου δήλωσε χρεοκοπία και άφησε τους μεταλλωρύχους χωρίς αποζημίωση. Κανένας τους δεν έγινε εκατομμυριούχος, η πλειοψηφία πάσχει από μετατραυματικό στρες, κάποιοι έγιναν μανάβηδες ή κερδίζουν τα προς το ζην δίνοντας διαλέξεις σε πανεπιστήμια και επιχειρήσεις, μερικοί δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να επιστρέψουν στα ορυχεία και μόνο ελάχιστοι εκμεταλλεύτηκαν επιδέξια τις ευκαιρίες που τους πρόσφερε η περιπέτειά τους. Με τα φώτα της δημοσιότητας σβηστά προ πολλού και τη Χιλή να γνωρίζει επί μήνες τις μεγαλύτερες αντικυβερνητικές κινητοποιήσεις της μεταπολίτευσής της, οι χθεσινοί «ήρωες» έγιναν ξανά απλοί καθημερινοί άνθρωποι που παλεύουν για την επιβίωση.

Η εποχή της πατριωτικής έξαρσης για τη διάσωση, των προσκλήσεων σε δεξιώσεις, των ταξιδιών σε ΗΠΑ, Ισραήλ ή Ελλάδα και των γιορτών πέρασε ανεπιστρεπτί. Οπως εξανεμίστηκαν σε χρέη και υποχρεώσεις τα 10.000 δολάρια που πρόσφερε χιλιανός επιχειρηματίας στον καθένα τους. Κανένας στην πράξη δεν έχει κάποια σταθερή δουλειά.
Επτά βρίσκονται ακόμη σε αναρρωτική άδεια, αλλά κανείς δεν έχει ξεπεράσει τα ψυχολογικά τραύματα του εγκλεισμού του. Ο πιο νέος, ο 20χρονος Τζίμι Σάντες, που πάσχει ακόμη από κρίσεις πανικού και εφιάλτες που τον κρατούν ξύπνιο τα βράδια, είναι άνεργος. Κάποιοι βρέθηκαν σε χειρότερη οικονομική κατάσταση από ό,τι όταν δούλευαν στο ορυχείο, όπως ο Ομάν Αράγια και ο Νταρίο Σεγκόβια που πωλούν λαχανικά σε αγορά στο Κοπιαπό. Ο Γιόνι Μπάριος, πολυσυζητημένος για τις δύο γυναίκες του, πάσχει από πνευμονοκονίαση και ελλείψει άλλης προοπτικής άνοιξε μπακάλικο. Ο Φράνκλιν Λόμπος, ο «αθλητής» της ομάδας, προπονεί μια τοπική ποδοσφαιρική ομάδα νέων. Και ο 26χρονος Πέδρο Κορτές αναγκάστηκε να πουλήσει τη μοτοσικλέτα Kawasaki Ninja που -όπως και στους άλλους- χάρισε η ιαπωνική εταιρεία, για να μπορέσει να πληρώσει τις σπουδές του ως συντηρητή ηλεκτρολόγου.
Κανείς δεν ήθελε να γυρίσει στα ορυχεία και δεκατέσσερις ζήτησαν πρόωρη συνταξιοδότηση. Αλλά κάποιοι δεν είχαν άλλη επιλογή και ανήμποροι να τα βγάλουν πέρα οικονομικά επέστρεψαν στα έγκατα της γης, όπως έκανε ο Κλάουντιο Ακούνια, που τώρα δουλεύει για λογαριασμό του με υποτυπώδη μέσα που καθιστούν τη δουλειά του ακόμη πιο επικίνδυνη.
Και μια ομάδα βγάζει κατά καιρούς ένα μικρό εισόδημα δίνοντας διαλέξεις σε εργοστάσια, πανεπιστήμια και σχολεία για την εργασιακή ασφάλεια, τη διαχείριση κρίσεων, τις μεθόδους επιβίωσης. Ο μόνος που κατάφερε να εκμεταλλευτεί τη διασημότητα είναι ο 40χρονος Μάριο Σεπούλβεδα, γνωστός και ως «Σούπερ Μάριο»: με λογαριασμό Twitter και προσωπική ιστοσελίδα, ίδρυσε μια εταιρεία που οργανώνει και διαχειρίζεται τα οικονομικά για τις συνεντεύξεις και τις διαλέξεις του και γιόρτασε την επέτειο στην Ουάσιγκτον στα εγκαίνια έκθεσης για τους χιλιανούς μεταλλωρύχους.
Το αλληλέγγυο σχέδιο ενός συνεταιρισμού που να προασπίζεται τα συμφέροντα και των «33» παραμένει στις ελληνικές καλένδες. Αλλά ένα από τα μεγαλύτερα δικηγορικά γραφεία της χώρας φροντίζει τα περί δικαιωμάτων για την έκδοση ενός βιβλίου με λεπτομέρειες όσων συνέβησαν στις 69 ημέρες του εγκλωβισμού τους και για την ταινία που σχεδιάζει παραγωγός του Χόλιγουντ.
Οσο για το κράτος, η μέριμνα τέλειωσε εκεί που σταμάτησαν τα φλας. Η εταιρεία Σαν Εστέμπαν, ιδιοκτήτρια του ορυχείου που κατέρρευσε, δήλωσε χρεοκοπία αφήνοντας χωρίς αποζημίωση τους μεταλλωρύχους. Μόλις πριν από δέκα μέρες, ίσα για να προλάβει την επέτειο, η Enami (Εθνική Εταιρεία Ορυχείων) ανακοίνωσε ότι θα αναλάβει να αποζημιώσει τους μεταλλωρύχους. Και ακόμη περιμένουν να εκδικαστεί η προσφυγή τους κατά των αρμόδιων αρχών για πλημμελείς ελέγχους ασφαλείας, με την οποία μπορεί να κερδίσουν κάπου 500.000 δολάρια καθένας.
Κάποιοι τους επέκριναν για αυτή την απαίτηση χαρακτηρίζοντάς τους «αχάριστους» απέναντι σε μια κυβέρνηση που οργάνωσε άψογα τη διάσωσή τους. Μα εκείνοι είναι αρκετά σοφοί, έπειτα από τόσα που έζησαν, ώστε να ξέρουν ότι, όπως απέδειξε και η πραγματικότητα, εν τέλει δεν ήταν παρά αναλώσιμοι κρίκοι στην εφήμερη αλυσίδα των μετρήσεων δημοτικότητας. Ο πρόεδρος Πινέρα, που κεφαλαιοποιώντας πολιτικά το δράμα τους έφτασε τότε το 63%, προσγειώθηκε κι εκείνος ένα χρόνο μετά στην άδοξη πραγματικότητα: τώρα που δεν έχει απέναντί του ευγνώμονες μεταλλωρύχους αλλά οργισμένους φοιτητές και αγανακτισμένους πολίτες, έφτασε στο 26%.